Τι είναι ο HPV και πως μεταδίδεται;
Ο HPV (Human Papilloma Virus) ή αλλιώς ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων είναι ο σημαντικότερος και αναγκαίος παράγοντας για την εκδήλωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
Ο ιός είναι σεξουαλικά μεταδιδόμενος. Υπολογίζεται ότι περίπου το 80% των σεξουαλικά ενεργών γυναικών θα μολυνθούν από κάποιον τύπο του ιού κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Η λοίμωξη μπορεί να παραμείνει σε λανθάνουσα μορφή για πολλά χρόνια, δηλαδή να μην προκαλέσει ποτέ βλάβες στον τράχηλο. Η χρήση προφυλακτικού μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης, αλλά δεν προστατεύει απόλυτα, γιατί θεωρητικά μπορεί να μεταδοθεί με την τριβή του δέρματος.
Σπανιότερα μπορεί να ανιχνευθεί στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα και τους πνεύμονες. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη μιας αλλοίωσης, όπως η εξασθένιση του ανοσοποιητικού συστήματος, η σεξουαλική συμπεριφορά, το κάπνισμα, οι διατροφικές συνήθειες της γυναίκας κλπ.
Ποιες ηλικίες αφορά και τι συμπτώματα προκαλεί ο ιός;
Οι βλάβες του τραχήλου της μήτρας παρατηρούνται συχνότερα σε γυναίκες ηλικίας 18 έως 30 ετών. Σε αρκετές περιπτώσεις οι βλάβες αυτές είναι ασυμπτωματικές και μη ορατές κατά την κλινική εξέταση (δυσπλασίες τραχήλου), ενώ άλλοτε είναι ορατές (κονδυλώματα).
Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι δυσπλασίες του τραχήλου της μήτρας, αφού είναι βλάβες που μπορεί να οδηγήσουν σε καρκίνο εάν δε διαγνωσθούν και δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα. Τα κονδυλώματα δεν προκαλούν καρκίνο, αλλά πολλές φορές η θεραπεία τους είναι επίπονη και μακροχρόνια, καθότι εμφανίζουν συχνά υποτροπές.
Οι «δυσπλασίες» ή «προκαρκινικές αλλοιώσεις» είναι ασυμπτωματικές και διακρίνονται σε χαμηλού, μέτριου και σοβαρού βαθμού. Το μεγαλύτερο ποσοστό των χαμηλού βαθμού βλαβών (50-70% των περιπτώσεων), υποχωρούν από μόνες τους σε ένα διάστημα έξι μηνών με ένα χρόνο από την εμφάνισή τους, γι΄ αυτό και δε χρειάζεται πάντα να αντιμετωπίζονται (αυτό το κρίνει ο γιατρός). Οι επιμένουσες χαμηλού βαθμού βλάβες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εξελιχθούν σε σοβαρού βαθμού και χρειάζεται να αντιμετωπιστούν ιατρικά. Όλες οι μέτριου και σοβαρού βαθμού βλάβες απαιτούν θεραπευτική παρέμβαση ή αγωγή.
Πώς ανιχνεύεται ο ιός και ποιες αλλοιώσεις που προκαλεί;
Ο πληθυσμιακός έλεγχος για τις παθήσεις του τραχήλου της μήτρας γίνεται με το τεστ Παπανικολάου (Pap). Είναι μια σύντομη και ανώδυνη εξέταση, κατά την οποία ο γιατρός με μία μικρή “σπάτουλα” και ένα “βουρτσάκι” λαμβάνει κύτταρα από τον τράχηλο, που στη συνέχεια εξετάζονται από κυτταρολόγο.
Το τεστ Pap θα πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο, αρχίζοντας 2-3 χρόνια μετά την έναρξη των σεξουαλικών επαφών μέχρι την ηλικία των 60 ετών, τουλάχιστον. Χρειάζεται αποχή από σεξουαλικές επαφές 2 τουλάχιστον ημέρες πριν την εξέταση και καλό είναι να αποφεύγεται λήψη στη μέση του κύκλου.
Οι γυναίκες που έχουν αρνητικό (φυσιολογικό) τεστ Pap, έχουν πάρα πολύ μικρές πιθανότητες να εμφανίσουν καρκίνο στον τράχηλο.
Το HPV DNA test είναι μία εξέταση που ανιχνεύει εάν μία γυναίκα έχει μολυνθεί και αν ναι, από ποιους συγκεκριμένους τύπους του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να γίνει ανίχνευση των τύπων υψηλής επικινδυνότητας και έτσι να επιλεγεί η καταλληλότερη μέθοδος παρακολούθησης ή/και θεραπείας για τις συγκεκριμένες γυναίκες. Η διαδικασία της εξέτασης είναι ίδια με αυτή για το τεστ Παπανικολάου.
Ο ιός δεν ανιχνεύεται στο αίμα γιατί δεν προκαλεί αναιμία όπως άλλοι ιοί (π.χ. ηπατίτιδα).
Πως μπορούμε να προφυλαχτούμε από τον ιό;
Από το 2009 υπάρχει και στη χώρα μας το εμβόλιο για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Το εμβόλιο προστατεύει από τους τύπους 16 και 18, oι οποίοι ανευρίσκονται στο 70-75% των περιπτώσεων καρκίνου. Η δράση του είναι προφυλακτική, αλλά όχι θεραπευτική και μπορεί να γίνει σε γυναίκες ηλικίας από 12 έως 29 ετών. Ιδανικά ο εμβολιασμός πρέπει να ξεκινάει πριν την έναρξη της σεξουαλικής ζωής της γυναίκας.
Πως αντιμετωπίζονται οι παθήσεις του τραχήλου της μήτρας;
Οι γυναίκες των οποίων το τεστ Παπανικολάου είναι παθολογικό ή ύποπτο για δυσπλασία απαιτείται να ελέγχονται περαιτέρω με κολποσκόπηση. Πρόκειται για μία ανώδυνη και αναίμακτη εξέταση που διαρκεί λίγα λεπτά και έχει σαν σκοπό τον εντοπισμό της βλάβης στον τράχηλο και ενδεχόμενα τη λήψη βιοψίας.
Η θεραπεία των δυσπλασιών του τραχήλου της μήτρας εξαρτάται από τη βαρύτητά τους. Το αποτέλεσμα των βιοψιών δίνει την τελική διάγνωση και ο γιατρός αποφασίζει για τη θεραπεία που θα επιλεγεί.
Οι δυσπλασίες χαμηλού βαθμού αντιμετωπίζονται με «καταστροφικές» μεθόδους, ενώ στις σοβαρού βαθμού περιπτώσεις εφαρμόζονται «αφαιρετικές» τεχνικές. Οι «καταστροφικές» μέθοδοι γίνονται με χρήση κρυοπηξίας, διαθερμίας ή ακτίνων Laser. Οι «αφαιρετικές» τεχνικές αφορούν στην απομάκρυνση τμήματος του τραχήλου (κωνοειδή εκτομή) με νυστέρι, ειδική αγκύλη ηλεκτροδιαθερμίας ή ακτινών Laser. Οι θεραπείες αυτές δεν επηρεάζουν τη σεξουαλική ζωή της γυναίκας.
Επηρεάζει τη γονιμότητα της γυναίκας η λοίμωξη από τον ιό;
Συχνά δημιουργούνται ερωτήματα σχετικά με την επίδραση που μπορεί να έχει ο ιός στη γονιμότητα της γυναίκας, αλλά και στην έκβαση μιας εγκυμοσύνης.
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η λοίμωξη από τον ιό HPV δεν επηρεάζει τη γονιμότητα και ούτε θα πρέπει να επηρεάσει το πλάνο για μια μελλοντική κύηση. Επίσης, η ύπαρξη του ιού στο γεννητικό σύστημα της γυναίκας δεν επηρεάζει την έκβαση της κύησης ούτε αποτελεί κριτήριο για τη μέθοδο που θα γίνει ο τοκετός. Δεν αποτελεί, λοιπόν, ένδειξη για διενέργεια καισαρικής τομής και κατά συνέπεια μπορεί να ακολουθήσει φυσιολογικός τοκετός.
Στις γυναίκες που έχουν ήδη αλλοιώσεις στον τράχηλο και θέλουν να προγραμματίσουν εγκυμοσύνη, πρέπει να γίνει η κατάλληλη διερεύνηση για διάγνωση της βαρύτητας της βλάβης. Στις περιπτώσεις αυτές απαιτείται πρώτα να θεραπευτεί η βλάβη και ύστερα να ξεκινήσει η διαδικασία επίτευξης κύησης.
Εάν προκύψει ένα παθολογικό τεστ Pap κατά τον έλεγχο μίας γυναίκας που έμεινε ήδη έγκυος, χρειάζεται να εκτιμηθεί η βαρύτητα της βλάβης. Στη συνέχεια αποφασίζεται από τον ιατρό, εάν απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση. Οι χαμηλού βαθμού βλάβες συνήθως υποχωρούν κατά τη διάρκεια της κύησης και στην περίπτωση αυτή αρκεί να επαναληφθεί ένα τεστ Pap τρεις μήνες μετά τον τοκετό.
Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ, ότι η εγκυμοσύνη δεν επηρεάζει αρνητικά την εξέλιξη της βλάβης. Εάν αποφασιστεί ότι χρειάζεται κολποσκόπηση, αυτή μπορεί να γίνει κατά τη διάρκεια της κύησης, χωρίς καμία επιβάρυνση στην υγεία της γυναίκας και του εμβρύου. Τέλος, εάν επιβάλλεται κάποια επεμβατική θεραπεία συνήθως πραγματοποιείται μετά το πέρας της κύησης.
Πως επηρεάζουν μια μελλοντική εγκυμοσύνη οι χειρουργικές επεμβάσεις στον τράχηλο;
Ένα ερώτημα που δημιουργείται στις γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στον τράχηλο είναι, κατά πόσο μπορεί να επηρεάσει μία μελλοντική κύηση.
Οι «καταστροφικές μέθοδοι», όπως η κρυοπηξία και ο καυτηριασμός τραχήλου με διαθερμία ή laser, δεν επηρεάζουν την έκβαση της κύησης.
Στις περιπτώσεις που έχει γίνει αφαίρεση τμήματος τραχήλου, αυξάνεται ελάχιστα το ποσοστό των πρόωρων τοκετών σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Αυτό εξαρτάται από κάποιους παράγοντες, όπως η μέθοδος που έχει επιλεγεί για τη συγκεκριμένη θεραπεία, το μέγεθος του τμήματος του τραχήλου που αφαιρέθηκε και τέλος, εάν έχει γίνει υποτροπή και ακολούθησε συμπληρωματική επέμβαση.
Η κωνοειδής εκτομή του τραχήλου με νυστέρι έχει υψηλότερα ποσοστά επιπλοκών σε μελλοντική κύηση, απ’ ότι η χρήση αγκύλης διαθερμίας ή laser. Ένα κολπικό υπερηχογράφημα μπορεί να δώσει στον μαιευτήρα σημαντικές πληροφορίες για το μήκος του τραχήλου και με βάση τα ευρήματα, να αποφασιστεί εάν θα ληφθούν περαιτέρω μέτρα για την πρόληψη ενός πρόωρου τοκετού.
Τελειώνοντας, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι τις περισσότερες φορές η εξέλιξη μιας λοίμωξης από τον ιό HPV ελέγχεται από τις άμυνες του οργανισμού (ανοσοποιητικό σύστημα). Οι γυναίκες θα πρέπει να αντιμετωπίζουν ψύχραιμα αυτές τις καταστάσεις και να συμβουλεύονται ειδικούς ιατρούς για την αντιμετώπισή τους.