Δρ Νίκος Χριστοφορίδης, MD, MSc, FRCOG, Χειρουργός Μαιευτήρας-Γυναικολόγος,
Κλινικός & Επιστημονικός Διευθυντής του Embryolab, Συνιδρυτής του Embryolab Academy
Η πιθανότητα εγκυμοσύνης μετά από θεραπεία με εξωσωματική γονιμοποίηση φαίνεται να παραμένει τα τελευταία χρόνια σε σταθερά μέτρια επίπεδα, με ένα ποσοστό επιτυχίας εγκυμοσύνης σε εξέλιξη για το μέσο όρο που δεν ξεπερνά το 36%, με βάση το ελεγκτικό σώμα θεραπειών εξωσωματικής γονιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας (European IVF-Monitoring Consortium for the European Society of Human Reproduction and Embryology ESHRE). Παρά την εντυπωσιακή εξέλιξη στα εργαστήρια εμβρυολογίας και την εφαρμογή συστημάτων διασφάλισης ποιότητας, η αποτελεσματικότητα των μεθόδων της τεχνητής γονιμοποίησης παραμένει χαμηλή, γεγονός που οδηγεί στην ανάπτυξη και εφαρμογή επιπρόσθετων μεθόδων και τεχνικών (IVF add-ons), τόσο κλινικών, όσο και εργαστηριακών με σκοπό τη βελτίωση της πιθανότητας επιτυχίας.
Οι επιπρόσθετες αυτές διαδικασίες είναι προαιρετικές, ωστόσο, συχνά χρησιμοποιούνται με στόχο τη βελτίωση των ποσοστών επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός κατάλογος για το σύνολο των διαδικασιών αυτών, με τον αριθμό αυτών να κυμαίνεται από λίγες μόνο, μέχρι κάποιες δεκάδες. Παραδείγματα επιπρόσθετων μεθόδων και τεχνικών αποτελούν η συνταγογράφηση κορτιζόνης, ασπιρίνης και ηπαρίνης στα πρωτόκολλα εξωσωματικής γονιμοποίησης, η διέγερση του ενδομητρίου στον προηγούμενο κύκλο από αυτόν που προγραμματίζεται η εμβρυομεταφορά (scratch ενδομητρίου), η τεχνολογία time lapse στο εργαστήρι της εξωσωματικής γονιμοποίησης, όπως και η μέθοδος της προ-εμφυτευτικής γενετικής διάγνωσης. Πολλές γυναίκες, όπως και πολλά ζευγάρια με υπογονιμότητα αναζητούν πληροφορίες για τις επιπρόσθετες διαδικασίες της IVF, τη στιγμή που πολλές από αυτές προτείνονται σε κέντρα εξωσωματικής γονιμοποίησης, ωστόσο, συχνά, λείπει ικανοποιητική τεκμηρίωση από επιστημονικές μελέτες που ερευνούν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των διαδικασιών αυτών.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι διάφορες επιστημονικές εταιρείες του χώρου της ανθρώπινης αναπαραγωγής, όπως η European Society of Human Reproduction and Embryology, εκφράζουν ενεργά την πρόθεση τους να επικοινωνήσουν τόσο στους κλινικούς όσο και στα ζευγάρια που υποβάλλονται σε μεθόδους υποβοήθησης, τις διάφορες επιπρόσθετες διαδικασίες με τρόπο αμερόληπτο και ανεξάρτητο. Ωστόσο, αυτό δεν πρόκειται να είναι τόσο απλό στην πράξη και μάλλον θα χρειαστεί χρόνος πριν φτάσουμε στη δημιουργία συστημάτων αξιολόγησης απλών και φιλικών προς τον μέσο χρήστη.
Μία σημαντική εξέλιξη στην αξιολόγηση των επιπρόσθετων διαδικασιών στην εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η εισαγωγή νεότερων παραμέτρων αποτελεσματικότητας, πέρα από την βασική παράμετρο της πιθανότητας γέννησης. Παραδείγματα αποτελούν τα ποσοστά αποβολών μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση, το χρονικό διάστημα που απαιτείται από την έναρξη θεραπείας υποβοήθησης μέχρι την έναρξη εγκυμοσύνης και άλλα.
Καθώς λοιπόν αναμένουμε με έντονο ενδιαφέρον νεότερα δεδομένα αποτελεσματικότητας και ασφάλειας των επιπρόσθετων διαδικασιών στην εξωσωματική γονιμοποίηση, είναι ιδιαίτερο σημαντικό για τους κλινικούς του πεδίου της υποβοήθησης να προσεγγίζουν το θέμα αυτό με υπευθυνότητα, αφενός δίνοντας τον χρόνο και την ευκαιρία στα ζευγάρια να εκφράσουν το ενδιαφέρον και τις επιθυμίες τους, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, τους περιορισμούς που υπάρχουν στην παρούσα χρονική στιγμή. Η συμμετοχή στις τελικές αποφάσεις τόσο των κλινικών, όσο και των ζευγαριών στην εφαρμογή διαδικασιών που ακόμα δεν έχουν ικανοποιητική τεκμηρίωση για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια τους, θα εξασφαλίσει τις βασικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή των επιπρόσθετων διαδικασιών.