Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) το 2020, ο αριθμός των ανθρώπων που διαγνώστηκαν με Σακχαρώδη Διαβήτη (ΣΔ) αυξήθηκε από τα 108 εκατομμύρια το 1980 στα 422 εκατομμύρια στο 2014. Η συχνότητά του στα άτομα άνω των 18 ετών αυξήθηκε από το 4.7% το 1980 στο 8.5% το 2014, η οπία μεταφράζεται σε σημαντική αύξηση στον αριθμό των ανδρών που βρίσκονται σε ηλικία τεκνοποίησης και νοσούν με ΣΔ.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) είναι μια χρόνια μεταβολική νόσος, με κύριο χαρακτηριστικό τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Με το πέρασμα του χρόνου προκαλεί μη αναστρέψιμες βλάβες σε πολλά όργανα του σώματος ενώ πολύ σημαντική επιπλοκή του είναι οι διαταραχές στο αναπαραγωγικό σύστημα.
Η Dr. Μαρίνα Δημητράκη, MD, MSc, MHA, PhD, EFOG-EBCOG, Μαιευτήρας Γυναικολόγος, Ειδικός Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής της Κλινικής Ομάδας του Embryolab και Συνεργάτης του Ευρωπαικού Οργανισμού Αναπαραγωγικής Ιατρικής, ESHRE/EBCOG, μας εξηγεί:
«Η συσχέτιση του ΣΔ με τη γυναικεία υπογονιμότητα είναι γνωστή εδώ και δεκαετίες. Όλο και περισσότερες επιστημονικές μελέτες, τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύουν ότι αντίστοιχες είναι οι επιπτώσεις της νόσου και στη μείωση της ανδρικής γονιμότητας. Τόσο ο ΣΔ τύπου Ι (ινσουλινοεξαρτώμενος ή νεανικός διαβήτης) όσο και ο ΣΔ τύπου ΙΙ (ενήλικος ή μη ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης) επηρεάζουν σε πολλαπλά επίπεδα την αναπαραγωγική λειτουργία του άνδρα.
Σε επίπεδο παραγωγής ορμονών προκαλείται:
• αύξηση των επιπέδων της ορμόνης λεπτίνης (η υπερλεπτιναιμία έχει συσχετισθεί με χαμηλό αριθμό και κακή μορφολογία των σπερματοζωαρίων καθώς και με αύξηση του οξειδωτικού στρες στο σπέρμα),
• μεταβολή στην παραγωγή των ορμονών του υποθαλάμου και της υπόφυσης (GnRH, γοναδοτροπίνες σχετίζονται με τη σπερματογένεση) και
• χαμηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης.
H νευροπάθεια και η αγγειοπάθεια που προκαλεί ο ΣΔ οδηγούν σταδιακά σε
• στυτική δυσλειτουργία (20%-90% των ανδρών με ΣΔ στις διάφορες μελέτες),
• παλίνδρομη εκσπερμάτιση (34% σε άνδρες με ΣΔ ηλικίας 35-55 ετών) αλλά και
• μείωση της συσπαστικής ικανότητας της επιδιδυμίδας.
Η μειωμένη συσπαστική ικανότητα της επιδιδυμίδας φαίνεται να ευθύνεται για τον μειωμένο όγκο του σπέρματος που παρατηρείται κυρίως στους άνδρες με ΣΔ τύπου ΙΙ.
Όχι μόνο ο όγκος αλλά και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του σπέρματος είναι επιβαρυμένα λόγω των διαταραχών στη σπερματογένεση που προκαλεί η αντίσταση στην ινσουλίνη ή η ανεπάρκεια ινσουλίνης. Έτσι, επηρεάζεται η λειτουργία των μιτοχονδρίων, των κυτταρικών δηλαδή οργανιδίων των σπερματοζωαρίων, που είναι υπεύθυνα για την κίνηση των σπερματοζωαρίων, με αποτέλεσμα τη μειωμένη προωθητική κινητικότητα του σπέρματος.
Επιπλέον, παρατηρείται αυξημένο οξειδωτικό στρες με αυξημένη παραγωγή ελεύθερων ριζών οξυγόνου στο σπερματικό υγρό. Αυτό σε συνδυασμό με την επίδραση στην έκφραση γονιδίων που ελέγχουν την επιδιόρθωση του DNA του σπέρματος οδηγούν σε υψηλό ποσοστό κατακερματισμού του DNA του σπέρματος (DFI). Το αυξημένο DFI του σπέρματος έχει συσχετισθεί με μειωμένη γονιμοποιητική ικανότητα του σπέρματος.
Επίσης, πρόσθετη βλάβη στο σπέρμα καθώς και απόφραξη στην εκφορητική του οδό μπορεί να προκαλέσουν φλεγμονές των επικουρικών γεννητικών αδένων, που είναι συχνότερες στους άνδρες με ΣΔ. Μελέτες έχουν δείξει σημαντικές διαφορές στην πρωτεϊνική σύνθεση του σπέρματος σακχαροδιαβητικών ανδρών σε σχέση με αυτό των υγιών και σημαντική αύξηση των λευκοκυττάρων, των κυτοκινών και στοιχείων φλεγμονής στο σπερματικό υγρό.
Tέλος, τα υψηλά επίπεδα σακχάρου κατά τη σπερματογένεση μπορεί να προκαλέσουν επιγενετικές μεταβολές στο σπέρμα, δηλαδή μεταβολές στην έκφραση γονιδίων του σπέρματος. Τα πατρικά αυτά αποτυπωμένα γονίδια μπορούν να μεταφερθούν στους απογόνους, αυξάνοντας την πιθανότητα εμφάνισης σε αυτούς ΣΔ και υπογονιμότητας.
Αποδεικνύεται λοιπόν ότι, η διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων γλυκόζης στο αίμα είναι πολύ σημαντική για την ανδρική γονιμότητα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο ΣΔ δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί και οι συνέπειές του να μειωθούν ή να καθυστερήσουν ακολουθώντας:
• κατάλληλη διατροφή,
• τακτική σωματική άσκηση,
• κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή (όπου χρειάζεται),
• διατήρηση φυσιολογικού βάρους σώματος,
• αποφυγή καπνίσματος και
• τακτική παρακολούθηση των τιμών του σακχάρου του αίματος.
Η επιστήμη της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, προσφέρει πια επιλογές και λύσεις στις περισσότερες περιπτώσεις. Όμως, η ενημέρωση, η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή διαχείριση του ΣΔ είναι αυτές που καθορίζουν την αναπαραγωγική μας προοπτική.»
Tο Embryolab αποτελεί Μονάδα αναφοράς σε θέματα ανδρικής υπογονιμότητας τόσο για την Ελλάδα όσο και για το εξωτερικό. Διαθέτει μια ιδιαίτερα έμπειρη και εξειδικευμένη επιστημονική ομάδα κλινικών εμβρυολόγων, γενετιστών και χειρουργών ουρολόγων. Από το 2004, εφαρμόζει τις πλέον σύγχρονες μεθόδους διάγνωσης και αντιμετώπισης της υπογονιμότητας, επιτυγχάνοντας πολύ υψηλά ποσοστά εγκυμοσυνών και τη γέννηση χιλιάδων υγιών παιδιών, μέχρι σήμερα.