Δρ Νίκος Χριστοφορίδης, MD, MSc, FRCOG, Χειρουργός Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Επιστημονικός & Κλινικός Διευθυντής Embryolab, Συνιδρυτής Embryolab Academy
Τι γίνεται όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι στα ιατρεία γονιμότητας με φράσεις του τύπου “θέλω να κάνω όλες τις εξετάσεις που μπορούν να γίνουν για να βρεθεί ο λόγος που δεν μένω έγκυος”, ή αντίστοιχα, “έχω ακούσει πολλά για μία νέα θεραπεία υπογονιμότητας και θέλω να ρωτήσω αν μπορώ να την κάνω κι εγώ”;
Η δυσκολία για να μείνει έγκυος μία γυναίκα είναι συχνά αποτέλεσμα πολλών και διαφορετικών παραγόντων. Η αναζήτηση μιας απάντησης στο ερώτημα “τι φταίει” συνδυάζεται συχνά με έντονα συναισθήματα ανησυχίας, αγωνίας και υψηλού στρες. Πώς επιλέγουμε ποιες εξετάσεις θα μας βοηθήσουν στο να βρούμε μία απάντηση, πώς θα αποκαλύψουμε την αιτία του προβλήματος της υπογονιμότητας;
Η επιλογή των εξετάσεων στη διερεύνηση της υπογονιμότητας γίνεται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια με στόχο πάντα την μικρότερη δυνατή επιβάρυνση για μία γυναίκα, με την μεγαλύτερη δυνατή χρησιμότητα. Αρχικά, μια εξέταση θα πρέπει να ζητείται όταν το όφελος του αποτελέσματος θα είναι ξεκάθαρο για να απαντηθούν υπάρχοντα ερωτήματα και να σχεδιαστεί η θεραπεία που απαιτείται. Όσο περισσότερες και σαφείς πληροφορίες πάρουμε τόσο πιο στοχευμένη και αποτελεσματική η θεραπεία. Εξετάσεις, όμως, που δεν είναι αποδεδειγμένα χρήσιμες και τεκμηριωμένες, όχι μόνο επιβαρύνουν οικονομικά, μπορεί ταυτόχρονα, να δημιουργούν και λανθασμένες εντυπώσεις, όπως και να οδηγούν σε παρεμβάσεις που δεν είναι προς όφελος της γυναίκας. Γενικότερα, ας μην ξεχνούμε πως, όσο αυξάνεται ο αριθμός των εξετάσεων χωρίς ξεκάθαρο και αποδεδειγμένο όφελος, τόσο επιβαρύνεται και ψυχολογικά μία γυναίκα.
Στην ίδια λογική κινείται και η επιλογή μίας θεραπείας γονιμότητας. Καθώς οι πιθανότητες επιτυχίες των θεραπειών υπογονιμότητας έχουν συγκεκριμένα όρια, ειδικά στο πεδίο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, είναι εύλογο και αναμενόμενο για μία γυναίκα να θέλει να συζητήσει και να επιδιώκει ό,τι επιπλέον μπορεί να κάνει προκειμένου να τα καταφέρει στην προσπάθεια της να μείνει έγκυος. Σήμερα, διαθέτουμε ένα μεγάλο αριθμό μελετών που αξιολογούν τις διάφορες θεραπείες υπογονιμότητας και μας βοηθούν να επιλέξουμε με συγκεκριμένα κριτήρια ποιες θα εφαρμόσουμε στην κάθε περίπτωση. Έτσι, ενώ κάθε θεραπεία έχει μία συγκεκριμένη πιθανότητα επιτυχίας, δεν είναι μόνο αυτό το κριτήριο επιλογής της: εξίσου σημαντικό, αν όχι περισσότερο, είναι η ασφάλεια που έχει, τόσο για την ίδια τη γυναίκα που υποβάλλεται σε θεραπεία, όσο και για το έμβρυο και την εγκυμοσύνη που προκύπτει από τη θεραπεία αυτή.
Επιπλέον σημαντικές παράμετροι για το πως θα επιλέξουμε μία θεραπεία υπογονιμότητας αποτελούν οι πιθανές παρενέργειες που μπορούν να εμφανιστούν, ανάλογα της κάθε θεραπείας που εφαρμόζουμε, όπως και ο βαθμός παρέμβασης που απαιτούν. Ιδανικές θεραπείες θεωρούνται αυτές που οδηγούν σε εγκυμοσύνη στο συντομότερο χρονικό διάστημα, με την μικρότερη δυνατή παρέμβαση και τις λιγότερες παρενέργειες.
Συχνά, τόσο σε επίπεδο εξετάσεων, όσο και σε επίπεδο θεραπειών, τα δεδομένα αποτελεσματικότητας και οφέλους είναι λιγοστά, από μικρό αριθμό μελετών, που περιμένουν επιβεβαίωση από μεγαλύτερες μελέτες και σε διαφορετικούς πληθυσμούς. Ωστόσο, είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως κάθε επιλογή πρέπει να έχει αφετηρία την ασφάλεια τη γυναίκας, και την μικρότερη δυνατή επιβάρυνση στην ψυχολογία της, ειδικά όταν το όφελος πολλών από τις παρεμβάσεις μας δεν είναι ξεκάθαρο στην αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ο σχεδιασμός και η επιλογή των εξετάσεων και των θεραπειών υπογονιμότητας εξελίσσεται διαρκώς με βάση τα νεότερα δεδομένα και τις σύγχρονες εξελίξεις στο πεδίο της αναπαραγωγικής ιατρικής και υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Οι ειδικοί στο χώρο μπορούν και πρέπει να καθοδηγούν τα ζευγάρια ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων, ειδικά όταν τα δεδομένα είναι λίγα και όχι ξεκάθαρα.