Η αντιμετώπιση της υπογονιμότητας που οφείλεται σε απλά αίτια βασίζεται στην πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας, η οποία συχνά συνδυάζεται με την ενδομήτρια σπερματέγχυση για την αύξηση της πιθανότητας κύησης. Τέτοια απλά αίτια υπογονιμότητας αποτελούν οι διαταραχές ωοθυλακιορρηξίας, η μικρή πτώση της συγκέντρωσης και της κινητικότητας των σπερματοζωαρίων στον άνδρα, όπως και η ανεξήγητη υπογονιμότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις χορηγούνται φάρμακα για την αποκατάσταση της ωοθυλακιορρηξίας σε τακτική βάση, όπως και για την πρόκληση πολλαπλής ωοθυλακιορρηξίας στον ίδιο κύκλο.
Τα φάρμακα μπορεί να είναι σε μορφή χαπιού, ή σε μορφή ενέσεων. Τα συχνότερα χρησιμοποιούμενα φάρμακα για τον σκοπό αυτό είναι η κιτρική κλομιφένη και η λετροζόλη, ενώ λιγότερο συχνά χρησιμοποιούνται γοναδοτροπίνες σε μορφή ενέσεων. Λόγω του περιορισμένου όγκου της έρευνας στην τοξικότητα και τερατογένεση των φαρμάκων γενικότερα στο διάστημα που γίνεται η σύλληψη, μεγάλη έμφαση δίνεται σε μελέτες συσχέτισης έκθεσης σε φαρμακευτικές ουσίες στο διάστημα που γίνεται η σύλληψη και στην καταγραφή γέννησης νεογνών με συγγενείς ανωμαλίες, παθολογικά στοιχεία δηλαδή που είναι εμφανή από τη γέννηση. Με άλλα λόγια, συγκρίνουμε την πιθανότητα να γεννηθεί ένα νεογνό με κάποια ανωμαλία μετά από φυσική προσπάθεια με την πιθανότητα γέννησης νεγνού με κάποια ανωμαλία μετά από χορήγηση κάποιου ορμονικού φαρμάκου σε συνδυασμό με την ενδομήτρια σπερματέγχυση.
Οι συγγενείς ανωμαλίες των νεογνών αφορούν περίπου το 2% των γεννήσεων, μετά από φυσική σύλληψη. Άρα, το ερώτημα που τίθεται δεν είναι αν καταγράφονται γεννήσεις νεογνών με ανωμαλίες μετά από φαρμακευτική αγωγή για υπογονιμότητα, αλλά αν τα ποσοστά που καταγράφονται είναι διαφορετικά στην περίπτωση της θεραπείας υπογονιμότητας με την πρόκληση ωορρηξίας και την ενδομήτρια σπερματέγχυση. Οι περισσότερες μελέτες σήμερα για το θέμα αυτό αναγνωρίζουν ότι ο πληθυσμός των γυναικών που υποβάλλεται σε θεραπείες με τη συγκεκριμένη μορφή διαφέρει σε βασικά χαρακτηριστικά από τον μέσο όρο του γενικού πληθυσμού, όπως στην ηλικία, η οποία είναι μεγαλύτερη, αλλά και στα χαρακτηριστικά της εγκυμοσύνης, όπως στην πιθανότητα εγκυμοσύνης διδύμων, η οποία είναι συχνότερη μετά από θεραπεία υπογονιμότητας. Επίσης, έχει γίνει ευρέως αποδεκτή σήμερα η συσχέτιση της δυσκολίας σύλληψης και της υπογονιμότητας γενικότερα, με μία μικρή αύξηση στην πιθανότητα γέννησης νεογνού με κάποια συγγενή ανωμαλία.
Αν και η τελική πιθανότητα γέννησης νεογνού με ανωμαλία παραμένει πολύ μικρή, η παρουσία υπογονιμότητας είναι από μόνη της ικανή να ερμηνεύσει αποτελέσματα που διαφέρουν σε μελέτες συσχέτισης θεραπείας υπογονιμότητας και συγγενών ανωμαλιών. Με βάση τα σημερινά δεδομένα λοιπόν, η χρήση της κιτρικής κλομιφένης, όπως και της λετροζόλης, δεν φαίνεται να αυξάνει την πιθανότητα γέννησης νεογνού με συγγενή ανωμαλία. Καθησυχαστικά είναι και τα ευρήματα για την επίπτωση της ενδομήτριας σπερματέγχυσης στη ανάπτυξη συγγενών ανωμαλιών, καθώς φαίνεται πως, όταν λαμβάνονται υπόψιν παράγοντες όπως η παρουσία και η αιτία υπογονιμότητας, η ηλικία και τα χαρακτηριστικά της εγκυμοσύνης, τα ποσοστά συγγενών ανωμαλιών που καταγράφονται δεν διαφέρουν σημαντικά με αυτά που παρατηρούμε μετά από εγκυμοσύνες που προέρχονται από φυσική σύλληψη.