του Νίκου Χριστοφορίδη, MD, MSc, FRCOG
Χειρουργός Μαιευτήρας-Γυναικολόγος
Επιστημονικός & Κλινικός Διευθυντής Embryolab, Συνιδρυτής Embryolab Academy
Ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια ο ρόλος της βιταμίνης D στη φυσιολογία της αναπαραγωγής και η επίδραση της στις θεραπείες υποβοήθησης της αναπαραγωγής. Πέρα από τον βασικό ρόλο της βιταμίνης D στην ομοιόσταση του ασβεστίου και του φωσφόρου, ερευνητικά δεδομένα καταδεικνύουν την παρουσία υποδοχέων της βιταμίνης D σε πλήθος άλλων ιστών και οργάνων του σώματος, όπως στον εγκέφαλο, τον προστάτη, το μαστό, αλλά και σε κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Ανεπάρκεια της βιταμίνης D έχει συσχετιστεί με χρόνιες νόσους, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η παχυσαρκία, τα αυτοάνοσα νοσήματα, η καρδιαγγειακή νόσος και ο καρκίνος.
Μέχρι και 50% των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία έχουν ανεπαρκή επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα, κάτι που αποδίδεται εν μέρει στην μικρότερη έκθεση στον ήλιο, αλλά και στην ευρέως διαδεδομένη χρήση αντηλιακών σκευασμάτων που περιορίζουν ακόμη περισσότερο τη σύνθεση της βιταμίνης D από τον οργανισμό.
Αναφορικά με το γεννητικό σύστημα και τη λειτουργία της αναπαραγωγής, φαίνεται πως η βιταμίνη D διαδραματίζει σημαντικό ρόλο επίσης, καθώς υποδοχείς της βρίσκονται στην ωοθήκη, τη μήτρα και στην υπόφυση, αλλά και τον πλακούντα, κατά την κύηση. Η βιταμίνη D προάγει τη στεροειδογένεση σε επίπεδο ωοθυλακίου, όπως και την έκκριση χοριακής γοναδοτροπίνης από την συγκυτιοτροφοβλάστη στην εγκυμοσύνη. Σε επίπεδο υποδεκτικότητας του ενδομητρίου, η βιταμίνη D επηρεάζει τη μεταγραφή γονιδίων των στρωματικών κυττάρων του ενδομητρίου, και ειδικότερα του γονιδίου HOXA10, αλληλεπιδρώντας με τις φυλετικές ορμόνες στο διάστημα περί την εμφύτευση του εμβρύου.
Μελέτες παρατήρησης έχουν συσχετίσει την ανεπάρκεια της βιταμίνης D με αυξημένη συχνότητα εκδήλωσης συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών, διαταραχών εμμήνου ρύσεως και ωοθυλακιορρηξίας, ενδομητρίωσης, όπως και ινομυωμάτων. Επιπλέον, ερευνητικά δεδομένα από μελέτες σε ποντίκια με knockout υποδοχέων της βιταμίνης D, καταδεικνύουν πλήθος παθολογικών καταστάσεων του γεννητικού συστήματος, όπως υποπλασία της μήτρας, διαταραχές στην ωοθυλακιογένεση και υπογονιμότητα αλλά και ανεπάρκεια ωοθηκών.
Η σχέση των επιπέδων βιταμίνης D στον ορό με την πιθανότητα αυτόματης κύησης είναι υπό διερεύνηση, με κάποιες μελέτες να δείχνουν θετική συσχέτιση, ενώ κάποιες άλλες δεν το επιβεβαίωσαν. Αρκετά μεγαλύτερη είναι η ερευνητική δραστηριότητα αναφορικά με τη σχέση της βιταμίνης D με τα αποτελέσματα της εξωσωματικής γονιμοποίησης, όπου οι περισσότερες μελέτες δείχνουν συσχέτιση ανεπάρκειας βιταμίνης D με χαμηλότερα ποσοστά κλινικών κυήσεων και γεννήσεων. Οι τιμές αναφοράς της βιταμίνης D στον ορό, ωστόσο, προέρχονται από μελέτες που αφορούν τη φυσιολογία της βιταμίνης D και τον μεταβολισμό του ασβεστίου. Ενδέχεται τα ιδανικά επίπεδα βιταμίνης D για την εμφύτευση στο ενδομήτριο να είναι διαφορετικά, πιθανόν υψηλότερα, από αυτά που είναι αποδεκτά για την ομοιόσταση του σκελετού. Καθώς όμως και τα υψηλά επίπεδα βιταμίνης D μπορεί να οδηγούν σε νοσηρότητα, απαιτείται να διαλευκανθεί στο προσεχές διάστημα το ιδανικό εύρος τιμών για την βιταμίνη D, σχετικά με τη φυσιολογία της αναπαραγωγής.
Καθώς η συνταγογράφηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D καταγράφει σημαντική αύξηση το τελευταίο διάστημα, είναι σημαντικό να επαναπροσδιορίσουμε συνολικότερα τις διατροφικές συνήθειες, την ισορροπημένη έκθεση στον ήλιο, ενώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται μελέτες που θα διερευνήσουν το αποτέλεσμα των συμπληρωμάτων στις θεραπείες εξωσωματικής γονιμοποίησης και ειδικότερα τα ιδανικά επίπεδα βιταμίνης D στον ορό για ένα θετικό αποτέλεσμα μετά από εμβρυομεταφορά.