βιβλιοθήκη γονιμότητας
Α
ΑΖΩΟΣΠΕΡΜΙΑ
Σπέρμα στο οποίο δεν περιέχονται σπερματοζωάρια, είτε γιατί οι όρχεις δεν παράγουν σπερματοζωάρια, είτε γιατί η οδός που ακολουθεί το σπέρμα για να εξέλθει είναι αποφραγμένη.
ΑΜΗΝΟΡΡΟΙΑ
Η απουσία εμμήνου ρύσεως (περιόδου) για διάστημα μεγαλύτερο από 6 μήνες.
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΜΗΤΕΡΑ
Ένα είδος αναπλήρωσης κατά την οποία μια ανάδοχος μητέρα δέχεται το έμβρυο ενός άλλου ζευγαριού, κυοφορεί και επιστρέφει το νεογνό μετά τη γέννηση.
ΑΝΕΥΠΛΟΕΙΔΙΑ
Ανώμαλος αριθμός χρωμοσωμάτων.
ΑΝΕΞΗΓΗΤΗ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ
Υπογονιμότητα στην οποία δεν ανευρίσκονται αιτιολογικοί παράγοντες μετά τον έλεγχο στον οποίο υποβάλλεται ένα υπογόνιμο ζευγάρι.
ΑΝΤΙΣΠΕΡΜΑΤΙΚΑ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ
Αντισώματα που εμποδίζουν την άνοδο του σπέρματος στο γεννητικό σωλήνα της γυναίκας και επομένως τη σύλληψη.
ΑΝΩΟΘΥΛΑΚΙΟΡΡΗΞΙΑ
Απουσία ωοθυλακιορρηξίας.
ΑΠΟΒΟΛΗ Ή ΕΚΒΟΛΗ
Η αυτόματη διακοπή της κύησης πριν το κύημα ολοκληρώσει την ενδομήτρια ανάπτυξη του, ώστε να είναι βιώσιμο. Συνήθως συμβαίνει πριν ολοκληρωθεί η 12η εβδομάδα της κύησης.
Β
ΒΙΟΨΙΑ ΟΡΧΕΩΝ
Χειρουργική επέμβαση κατά την οποία λαμβάνεται μικρό δείγμα ορχικού ιστού. Χρησιμοποιείται για μικροσκοπική εξέταση κατά την οποία αξιολογείται εάν υπάρχουν σπερματοζωάρια στον ιστό που εξετάζεται ώστε να είναι δυνατή η χρήση τους για θεραπεία υποβοήθησης της αναπαραγωγής.
ΒΙΟΨΙΑ ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΟΥ
Χειρουργική επέμβαση κατά την οποία λαμβάνεται μικρό δείγμα ενδομητρίου. Χρησιμοποιείται για μικροσκοπική ιστολογική εξέταση.
ΒΛΑΣΤΟΚΥΣΤΗ
Στάδιο της εμβρυϊκής ανάπτυξης το οποίο συμβαίνει περίπου 5 ημέρες μετά τη γονιμοποίηση και κατά το οποίο το έμβρυο αποτελείται από δύο διαφορετικά είδη κυττάρων (αυτά που θα δημιουργήσουν τον πλακούντα και αυτά που θα δημιουργήσουν το κύημα) και από μια κεντρική κοιλότητα.
Γ
ΓΑΜΕΤΗΣ
Όρος που χρησιμοποιείται για το ανδρικό σπερματοζωάριο ή το θηλυκό ωάριο.
ΓΟΝΑΔΕΣ
Ουδέτερος όρος που χρησιμοποιείται για τους όρχεις ή τις ωοθήκες.
ΓΟΝΑΔΟΤΡΟΠΙΝΕΣ
Ορμόνες που εκκρίνονται από την υπόφυση και διεγείρουν τις ωοθήκες στις γυναίκες και τους όρχεις στους άνδρες.
ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ
Η είσοδος του σπερματοζωαρίου στο ωάριο.
Δ
ΔΙΑΒΑΤΟΤΗΤΑ ΣΑΛΠΙΓΓΩΝ
Η δυνατότητα της σάλπιγγας να επιτρέψει τη δίοδο των γονιμοποιημένων ωαρίων και τη μετάβαση τους στη μήτρα.
ΔΙΑΚΟΛΠΙΚΟ ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΗΜΑ
Υπερηχογράφημα που γίνεται από την κολπική οδό. Είναι η βασική εξέταση για να αξιολογηθεί η ανάπτυξη ωοθυλακίων, όπως και η διενέργεια ωοληψίας.
ΔΙEΓΕΡΣΗ ΩΟΘΗΚΩΝ
Φαρμακευτική αγωγή η οποία ενεργοποιεί την ανάπτυξη ενός ή περισσοτέρων ωοθυλακίων ταυτόχρονα από τις ωοθήκες.
ΔΩΡΕΑ ΩΑΡΙΩΝ
Ωάρια από μια γόνιμη γυναίκα που δωρίζονται σε μια υπογόνιμη γυναίκα.
ΔΩΡΕΑ ΣΠΕΡΜΑΤΟΣ
Δείγμα σπέρματος που δωρίζεται για να χρησιμοποιηθεί σε τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Ε
ΕΚΤΟΠΗ ΚΥΗΣΗ
Κατάσταση κατά την οποία το έμβρυο εμφυτεύεται έξω από τη μήτρα, συνήθως στις σάλπιγγες ή σπανιότερα στις ωοθήκες ή ακόμη και στην κοιλιακή κοιλότητα. Εάν μια τέτοια εγκυμοσύνη συνεχιστεί μπορεί να οδηγήσει τελικά σε ρήξη της σάλπιγγας και απειλητική για τη ζωή αιμορραγία. Μια τέτοια εγκυμοσύνη δεν μπορεί να διατηρηθεί και μπορεί να οδηγήσει σε βλάβες των σαλπίγγων. Καλείται και εξωμήτριος κύηση.
ΕΜΒΡΥΟ
Ένα γονιμοποιημένο ωάριο που εμφυτεύεται στη μήτρα.
ΕΜΒΡΥΟΜΕΤΑΦΟΡΑ
Η μεταφορά του εμβρύου μέσα στη μήτρα ή τις σάλπιγγες μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση.
ΕΜΜΗΝΟΡΥΣΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ
Η σειρά από αλλαγές που συμβαίνουν κάθε μήνα στη μήτρα και τα υπόλοιπα γυναικεία γεννητικά όργανα και που διαρκεί κατά μέσο όρο 28 ημέρες. Μετριέται από τη μια έμμηνο ρύση έως την επόμενη.
ΕΜΦΥΤΕΥΣΗ
Η διαδικασία κατά την οποία το γονιμοποιημένο ωάριο μετά την είσοδο του στην κοιλότητα της μήτρας έρχεται σε επαφή με το ενδομήτριο και στη συνέχεια με τα αγγεία της μήτρας.
ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΩΣΗ
Χρόνια κατάσταση κατά την οποία φυσιολογικό ενδομήτριο εμφανίζεται έξω από την κοιλότητα της μήτρας, πιο συχνά στην πυελική χώρα, συμπεριλαμβανομένων και των ωοθηκών. Η ενδομητρίωση συνδέεται συχνά με προβλήματα γονιμότητας στη γυναίκα, αν και δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσο αποτελεί αιτιολογικό παράγοντα στην υπογονιμότητα.
ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΚΗ ΣΠΕΡΜΑΤΕΓΧΥΣΗ
Τεχνική υποβοηθούμενης αναπαραγωγής κατά την οποία επεξεργασμένο δείγμα σπέρματος εναποτίθεται στην κοιλότητα της μήτρας, παρακάμπτοντας τον τράχηλο της μήτρας, επιτρέποντας έτσι στα σπερματοζωάρια να εισέλθουν πιο εύκολα στις σάλπιγγες, όπου φυσιολογικά γίνεται η γονιμοποίηση.
ΕΝΔΟΣΑΛΠΙΓΓΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΓΑΜΕΤΩΝ
Τεχνική κατά την οποία το ωάριο και τα σπερματοζωάρια φέρονται μαζί σε έναν καθετήρα και τοποθετούνται στη σάλπιγγα ώστε να γίνει η γονιμοποίηση.
ΕΝΔΟΣΑΛΠΙΓΓΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΖΥΓΩΤΩΝ
Τεχνική κατά την οποία ένα γονιμοποιημένο ωάριο που δεν έχει ακόμα διαιρεθεί τοποθετείται στη σάλπιγγα.
ΕΝΔΟΩΑΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΠΕΡΜΑΤΟΣ
Τεχνική που πραγματοποιείται στο εργαστήριο κατά την οποία ένα σπερματοζωάριο εισάγεται σε ένα ωάριο ώστε να επέλθει γονιμοποίηση.
ΕΞΩΣΩΜΑΤΙΚΗ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ
Ο όρος αναφέρεται στη γονιμοποίηση που συμβαίνει έξω από το ανθρώπινο σώμα. Η τεχνική περιλαμβάνει τη διέγερση των ωοθηκών, τη λήψη ωαρίων, γονιμοποίηση των ωαρίων, καλλιέργεια των εμβρύων στο εργαστήριο και έπειτα την εμφύτευση του εμβρύου στη μήτρα ώστε να αναπτυχθεί φυσιολογικά.
ΕΠΙΔΙΔΥΜΙΔΑ
Όργανο το οποίο είναι προσαρτημένο στους όρχεις και στο οποίο αποθηκεύεται το σπέρμα πριν την εκσπερμάτιση.
Ζ
ΖΥΓΩΤΟ
Το γονιμοποιημένο ωάριο με εμφανής τους δύο προπυρήνες. Η πρώτη μέρα ανάπτυξης του εμβρύου.
Η
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις
Θ
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις
Ι
ΙΝΟΜΥΩΜΑ
Καλοήθης όγκος της μήτρας, που απαντά συχνά στις γυναίκες της αναπαραγωγικής ηλικίας. Το μέγεθος, ο αριθμός και η θέση των ινομυωμάτων παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία.
ΙΝΟΜΥΩΜΑΤΕΚΤΟΜΗ
Η χειρουργική αφαίρεση του ινομυώματος.
Κ
ΚΑΡΥΟΤΥΠΟΣ
Περιγραφή του αριθμού και του τύπου χρωμοσωμάτων στο γενετικό υλικό ενός οργανισμού.
ΚΙΡΣΟΚΗΛΗ
Διόγκωση αγγείων μέσα στους όρχεις που οδηγεί σε αύξηση της θερμοκρασίας και παρεμποδίζει τη σωστή αιμάτωση της περιοχής.
ΚΙΤΡΙΚΗ ΚΛΟΜΙΦΑΙΝΗ
Συνθετική ορμόνη που δρα στον υποθάλαμο και την υπόφυση και διεγείρει την ωοθυλακιορρηξία.
ΚΡΟΣΣΟΙ ΣΑΛΠΙΓΓΑΣ
Προεκβολές τις σάλπιγγας κοντά στην ωοθήκη. Όταν διεγερθούν κατά την ωοθυλακιορρηξία παραλαμβάνουν το ωάριο και το φέρνουν στη σάλπιγγα.
ΚΡΥΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Η διαδικασία κατά την οποία καταψύχονται ιστοί ή κύτταρα και μετά αποθηκεύονται σε χαμηλές θερμοκρασίες. Χρησιμοποιείται για αποθήκευση σπέρματος και εμβρύων. Αποθηκεύονται σε φιαλίδια που μπορούν να διατηρηθούν για δεκαετίες.
ΚΡΥΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΕΜΒΡΥΩΝ
Η εφαρμογή της εξωσωματικής γονιμοποίησης μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία πολλών εμβρύων. Η περίσσεια των εμβρύων αυτών καταψύχεται και διατηρείται σε τράπεζα εμβρύων ώστε να χρησιμοποιηθούν πάλι σε πιθανή αποτυχία.
Λ
ΛΑΠΑΡΟΣΚΟΠΗΣΗ
Χειρουργική επέμβαση κατά την οποία ένα ειδικό ενδοσκοπικό όργανο, που ονομάζεται λαπαροσκόπιο, εισέρχεται από μια μικρή τομή του κοιλιακού τοιχώματος στην κοιλιακή χώρα ώστε να ελεγχθεί το εσωτερικό της κοιλιάς και τα αναπαραγωγικά όργανα.
ΛΗΨΗ ΩΑΡΙΩΝ
Διαδικασία κατά την οποία λαμβάνονται ωάρια από τα ωοθυλάκια με τη βοήθεια διακολπικού υπερηχογραφήματος ώστε να χρησιμοποιηθούν για εξωσωματική γονιμοποίηση.
Μ
ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΒΛΑΣΤΟΚΥΣΤΗΣ
Μετά την εξωσωματική γονιμοποίηση το γονιμοποιημένο ωάριο φτάνει στο στάδιο της βλαστοκύστης και μετά μεταφέρεται στη μήτρα.
ΜΗΤΡΑ
Όργανο του αναπαραγωγικού συστήματος της γυναίκας μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το έμβρυο.
Ν
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις
Ξ
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις
Ο
ΟΡΜΟΝΗ
Χημική ουσία η οποία μεταφέρει ένα σήμα από ένα σημείο του σώματος σε ένα άλλο.
ΟΡΜΟΝΗ ΩΟΘΥΛΑΚΙΟΤΡΟΠΟΣ – FSH
Αναπαραγωγική ορμόνη η οποία στην γυναίκα διεγείρει την ανάπτυξη των ωοθυλακίων και την παραγωγή ωαρίων και στον άνδρα διεγείρει την παραγωγή σπέρματος.
ΟΡΜΟΝΗ ΩΧΡΙΝΟΤΡΟΠΟΣ-LH
Αναπαραγωγική ορμόνη που εκκρίνεται από την υπόφυση και διεγείρει τις ωοθήκες και τους όρχεις.
ΟΙΣΤΡΟΓΟΝΑ
Κύριες ορμόνες της γυναίκας οι οποίες ενεργοποιούν την ανάπτυξη και ωρίμανση των γυναικείων αναπαραγωγικών οργάνων. Κατά το πρώτο μισό του εμμηνορυσιακού κύκλου διεγείρουν το τοίχωμα της μήτρας ώστε να αποκτήσει πλούσια αιμάτωση.
ΟΙΣΤΡΑΔΙΟΛΗ
Το πιο ισχυρό φυσικό οιστρογόνο που παράγεται από τις ωοθήκες και απελευθερώνεται κατά την ωορηξία. Βοηθάει στην ανάπτυξη του ωοθυλακίου και του ενδομητρίου.
ΟΙΣΤΡΑΔΙΟΛΗΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Εξέταση αίματος όπου αξιολογούνται τα επίπεδα οιστραδιόλης. Μαζί με το υπερηχογράφημα χρησιμοποιείται για να αξιολογηθεί πως αντιδρούν οι ωοθήκες στη διέγερση.
ΟΛΙΓΟΜΗΝΟΡΡΟΙΑ-ΑΡΑΙΟΜΗΝΟΡΡΟΙΑ
Διαταραχή του κύκλου κατά την οποία η έμμηνος ρύση επέρχεται σε διαστήματα μεγαλύτερα των 35 ημερών. Συνήθως προκαλείται από διαταραχές στα επίπεδα ορμονών που παράγονται από τις ωοθήκες.
ΟΛΙΓΟ-ΑΣΘΕΝΟ-ΤΕΡΑΤΟ-ΣΠΕΡΜΙΑ
Ελαττωμένος αριθμός, ελαττωμένη κινητικότητα και μη φυσιολογική μορφολογία των σπερματοζωαρίων αντίστοιχα.
ΟΡΧΕΙΣ
Ανδρικοί αδένες οι οποίοι παράγουν σπερματοζωάρια και βρίσκονται στο όσχεο. Είναι υπεύθυνοι για την παραγωγή της ανδρικής ορμόνης τεστοστερόνης.
Π
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΕΣΤ
Μικροσκοπική εξέταση κυττάρων του τραχήλου της μήτρας ώστε να γίνει έγκαιρη διάγνωση καρκινικών ή προκαρκινικών καταστάσεων του τραχήλου της μήτρας.
ΠΟΛΥΔΥΜΗ ΚΥΗΣΗ
Κύηση στην οποία αναπτύσσονται 2 ή περισσότερα έμβρυα.
ΠΡΟΓΕΣΤΕΡΟΝΗ
Πολύ σημαντική ορμόνη των ωοθηκών που φυσιολογικά εκκρίνεται μετά την ωορρηξία και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Διεγείρει την ανάπτυξη του ενδομητρίου ώστε να είναι ικανό να δεχθεί το γονιμοποιημένο ωάριο.
ΠΡΟΕΜΦΥΤΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Γενετική εξέταση ενός εμβρύου κατά τη διάρκεια εξωσωματικής γονιμοποίησης με την οποία αξιολογείται το γενετικό υλικό του εμβρύου προτού μεταφερθεί στη μήτρα.
ΠΡΟΛΑΚΤΙΝΗ
Ορμόνη της υπόφυσης που διεγείρει την παραγωγή γάλακτος στις θηλάζουσες μητέρες. Βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα και στις μη έγκυες γυναίκες.
ΠΟΛΥΚΥΣΤΙΚΩΝ ΩΟΘΗΚΩΝ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Μεταβολική κατάσταση που συνδέεται με διαταραχές περιόδου και ωορηξίας. Μπορεί να περιλαμβάνει αυξημένη τριχοφυΐα, παχυσαρκία, όπως και άλλες ορμονικές διαταραχές.
ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΑΔΕΝΑΣ
Αδένας ο οποίος περιβάλλει την ουρήθρα, βρίσκεται κάτω από την ουροδόχο κύστη και μπροστά από το ορθό στους άνδρες. Παράγει περίπου το 1/3 του υγρού κατά την εκσπερμάτιση.
ΠΥΕΛΙΚΗ ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΗΣ ΝΟΣΟΣ
Γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει φλεγμονώδεις διαταραχές της μήτρας, των σαλπίγγων και των ωοθηκών.
ΠΥΟΣΠΕΡΜΙΑ
Υψηλός αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων στο σπέρμα.
Ρ
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις
Σ
ΣΑΛΠΙΓΓΕΣ – ΩΑΓΩΓΟΙ
Σωληνάρια μεταξύ των ωοθηκών και της μήτρας. Μέσω των σαλπίγγων μεταφέρεται το ωάριο από τις ωοθήκες στη μήτρα. Είναι το σημείο στο οποίο γίνεται η γονιμοποίηση ωαρίου και σπερματοζωαρίου.
ΣΑΛΠΙΓΓΙΤΙΔΑ
Η φλεγμονή των σαλπίγγων.
ΣΑΛΠΙΓΓΕΚΤΟΜΗ
Η χειρουργική αφαίρεση της σάλπιγγας. Συνήθως, συμβαίνει όταν η σάλπιγγα έχει προσβληθεί από εξωμήτρια κύηση, άλλοτε η αιτία μπορεί να είναι χρόνια φλεγμονή και παρουσία υδροσάλπιγγας.
ΣΟΚΟΛΑΤΟΕΙΔΗΣ ΚΥΣΤΗ
Κύστη στην ωοθήκη που είναι γεμάτη με αίμα. Εμφανίζεται στην ενδομητρίωση. Χρησιμοποιείται και ο όρος ενδομητρίωμα.
ΣΠΕΡΜΑΤΟΖΩΑΡΙΟ
Το κύτταρο που μεταφέρει το γενετικό υλικό του άνδρα στο γυναικείο ωάριο.
ΣΠΕΡΜΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
Λεπτομερής μικροσκοπική εξέταση σπέρματος και προσδιορισμός του αριθμού, της κινητικότητας και της μορφολογίας των σπερματοζωαρίων.
ΣΠΕΡΜΑΤΟΔΟΧΟΙ ΚΥΣΤΕΙΣ
Ζευγάρι αδένων του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήματος που βρίσκονται στη βάση της ουροδόχου κύστης. Παράγουν ένα μέρος του σπέρματος.
ΣΠΕΡΜΑΤΕΓΧΥΣΗ
Η έγχυση σπέρματος στη μήτρα μετά από ειδική επεξεργασία στο εργαστήριο.
ΣΤΕΙΡΟΤΗΤΑ
Η πλήρης αδυναμία επίτευξης κύησης με ελεύθερες επαφές.
ΣΥΛΛΗΨΗ
Η γονιμοποίηση ενός ωαρίου από ένα σπερματοζωάριο που οδηγεί στη γέννηση ενός παιδιού.
ΣΥΓΓΕΝΗΣ ΠΑΘΗΣΗ
Πάθηση η οποία είναι παρούσα κατά τη γέννηση και οφείλεται είτε σε κληρονομικούς είτε σε περιβαλλοντικούς παράγοντες.
ΣΥΜΦΥΣΕΙΣ
Ινώδεις σχηματισμοί στις σάλπιγγες ή στη μήτρα που προκαλούν υπογονιμότητα παρεμποδίζοντας τη συνάντηση ωαρίου-σπερματοζωαρίου ή την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου.
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΥΠΕΡΔΙΕΓΕΡΣΗΣ ΩΟΘΗΚΩΝ
Επιπλοκή που μπορεί να προκληθεί από την φαρμακευτική διέγερση των ωοθηκών. Χαρακτηρίζεται από αύξηση του μεγέθους των ωοθηκών και συγκέντρωση υγρού στην κοιλιακή χώρα. Σπανιότερα μπορεί να συνυπάρχουν δυσκολίες στην αναπνοή. Το σύνδρομο υπερδιέγερσης ωοθηκών διακρίνεται από μεγάλο εύρος βαρύτητας κατά την κλινική του εκδήλωση.
Τ
ΤΡΑΧΗΛΟΣ ΜΗΤΡΑΣ
Το κάτω στόμιο της μήτρας.
ΤΡΑΧΗΛΙΚΗ ΒΛΕΝΝΗ
Εκκρίσεις που φυσιολογικά υπάρχουν μέσα στον τραχηλικό αυλό. Η ποσότητα και η σύσταση τους αλλάζει μετά την ωορρηξία για να διευκολύνει την είσοδο του σπέρματος.
ΤΕΣΤΟΣΤΕΡΟΝΗ
Κύρια ανδρική ορμόνη υπεύθυνη για τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου και τη libido. Είναι επίσης απαραίτητη για την παραγωγή σπέρματος.
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΥΠΟΒΟΗΘΟΥΜΕΝΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Σύνολο θεραπευτικών προσεγγίσεων που χρησιμοποιούνται για να βελτιώσουν τη γονιμότητα.
Υ
ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΗΜΑ
Η χρήση υψηλής συχνότητας ηχητικών κυμάτων που αντανακλούνται σε συμπαγής ιστούς και δίνουν την εικόνα εσωτερικών οργάνων. Χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της ωοθυλακικής ανάπτυξης καθώς και για τον έλεγχο της εγκυμοσύνης.
ΥΠΟΘΑΛΑΜΟΣ
Μέρος του εγκεφάλου όπου παράγονται πολλές ορμόνες που συμμετέχουν στο αναπαραγωγικό σύστημα.
ΥΠΟΦΥΣΗ
Μέρος του εγκεφάλου όπου παράγονται πολλές ορμόνες που συμμετέχουν στο αναπαραγωγικό σύστημα.
ΥΠΟΒΟΗΘΟΥΜΕΝΗ ΕΚΚΟΛΑΨΗ
Μηχανική, χημική ή με laser διάσπαση της κάψας που περιβάλλει το έμβρυο ώστε να διευκολυνθεί η εμφύτευση του στη μήτρα.
ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ
Η αδυναμία επίτευξης κύησης μετά από ένα διάστημα τουλάχιστον ενός έτους ελεύθερων επαφών.
ΥΣΤΕΡΟΣΚΟΠΗΣΗ
Χειρουργική επέμβαση κατά την οποία ελέγχεται το εσωτερικό της μήτρας για ανωμαλίες. Χρησιμοποιείται τόσο για διαγνωστικούς όσο και για θεραπευτικούς σκοπούς.
ΥΣΤΕΡΟΣΑΛΠΙΓΓΟΓΡΑΦΙΑ
Εξέταση των σαλπίγγων με τη βοήθεια έγχυσης σκιαστικού υγρού μέσω της μήτρας και στη συνέχεια λήψη ακτινογραφιών πυέλου. Χρησιμοποιείται για τον έλεγχο ανωμαλιών στη μήτρα ή απόφραξης στις σάλπιγγες.
ΥΣΤΕΡΕΚΤΟΜΗ
Χειρουργική επέμβαση που περιλαμβάνει την αφαίρεση της μήτρας και πολλές φορές και του τραχήλου της μήτρας, όχι όμως απαραιτήτως των ωοθηκών και των σαλπίγγων.
Φ
ΦΑΡΜΑΚΑ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ
Ομάδα φαρμάκων που χορηγούνται στη γυναίκα για τη βελτίωση της γονιμότητας.
ΦΥΣΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ
Κύκλος εξωσωματικής κατά τον οποίο δεν χορηγούνται φάρμακα για να διεγείρουν την παραγωγή ωαρίων.
Χ
ΧΟΡΙΑΚΗ ΓΟΝΑΔΟΤΡΟΠΙΝΗ
Ορμόνη η οποία παράγεται από τον πλακούντα στην αρχή της εγκυμοσύνης. Διατηρεί το ωχρό σωμάτιο ώστε να παράγει προγεστερόνη.
ΧΟΡΙΑΚΗΣ ΓΟΝΑΔΟΤΡΟΠΙΝΗΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Εξέταση αίματος που χρησιμοποιείται για τη διάγνωση της εγκυμοσύνης καθώς και την ανάπτυξη του εμβρύου.
Ψ
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις
Ω
ΩΑΡΙΟ – ΩΟΚΥΤΤΑΡΟ
Το γεννητικό κύτταρο της γυναίκας.
ΩΟΘΗΚΗ
Γυναικεία αναπαραγωγικά όργανα που παράγουν ωάρια και ορμόνες.
ΩΟΘΥΛΑΚΙΟ
Μικρό κυστίδιο στην ωοθήκη στο εσωτερικό του οποίου αναπτύσσεται το ωάριο.
ΩΟΡΡΗΞΙΑ – ΩΟΘΥΛΑΚΙΟΡΡΗΞΙΑ
Η ρήξη του ωοθυλακίου και η απελευθέρωση ενός ωαρίου.
ΩΟΛΗΨΙΑ
Διαδικασία κατά την οποία λαμβάνονται ωάρια από τα ωοθυλάκια με τη βοήθεια διακολπικού υπερηχογραφήματος ώστε να χρησιμοποιηθούν για εξωσωματική γονιμοποίηση.
ΩΟΘΗΚΙΚΗ ΚΥΣΤΗ
Κύστη γεμάτη με υγρό που βρίσκεται μέσα στην ωοθήκη. Συνήθως δεν σχετίζονται με κάποια ασθένεια και εξαφανίζονται από μόνες τους. Τέτοιες κύστεις μπορεί να σχηματιστούν κατά την ωρίμανση του ωοθυλακίου το οποίο όμως δεν υφίσταται ρήξη και δεν απελευθερώνει ωάριο.
ΩΟΘΥΛΑΚΙΚΗ ΦΑΣΗ – ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Το μέρος εκείνο του γυναικείου κύκλου πριν την ωορρηξία κατά το οποίο ωριμάζει το ωοθυλάκιο και τα υψηλά επίπεδα οιστρογόνων προκαλούν την αύξηση του ενδομητρίου.
ΩΟΘΗΚΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
Κατάσταση κατά την οποία υπάρχει απώλεια της ωοθηκικής λειτουργίας ώστε ο κύκλος της γυναίκας σταματάει, τα επίπεδα των οιστρογόνων πέφτουν και τα επίπεδα της FSH αυξάνονται.
ΩΧΡΟ ΣΩΜΑΤΙΟ
Ωχρή κύστη που σχηματίζεται από το ωοθυλάκιο μετά την απελευθέρωση του ωαρίου. Αφού σχηματιστεί παράγει οιστρογόνα και προγεστερόνη για να προετοιμάσει το ενδομήτριο να δεχθεί την εμφύτευση του εμβρύου.
ΩΧΡΙΝΙΚΗ ΦΑΣΗ
Το δεύτερο μισό του εμμηνορυσιακού κύκλου μετά την απελευθέρωση του ωαρίου και μέχρι την έμμηνο ρύση.