του Νίκου Χριστοφορίδη, MD, MSc, FRCOG, Χειρουργός Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Επιστημονικός & Κλινικός Διευθυντής Embryolab, Συνιδρυτής Embryolab Academy
Η Αντιμυλλεριανή Ορμόνη (AMH), μια γλυκοπρωτεΐνη που παράγεται από ειδικά κύτταρα των ωοθυλακίων, γνωστά ως κοκκώδη κύτταρα, παίζει ένα ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη γυναικεία αναπαραγωγή. Πρόκειται για μια ορμόνη κρίσιμη για την ανάπτυξη και την εξέλιξη των ωοθυλακίων, τους ειδικούς αυτούς χώρους μέσα στους οποίους ωριμάζουν τα ωάρια για να απελευθερωθούν κατά την ωορρηξία.
Η μέτρηση στο αίμα της ορμόνης ΑΜΗ χρησιμεύει ως βιολογικός δείκτης για την κατάσταση των αποθεμάτων των ωαρίων μιας γυναίκας—τον αριθμό των βιώσιμων ωαρίων, δηλαδή, που παραμένουν στις ωοθήκες.
Όσο μεγαλώνει σε ηλικία μια γυναίκα, τόσο μειώνεται η ποσότητα και η ποιότητα των ωαρίων της, επηρεάζοντας παράλληλα και τη γονιμότητα της. Η εξέταση της AMH αποτελεί πολύτιμο εργαλείο τόσο στην πρόβλεψη της φυσική σύλληψη όσο και στις τεχνολογίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (ART), ειδικά στις διαδικασίες εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF). Οι κλινικοί ιατροί συχνά μετρούν τα επίπεδα της ορμόνης AMH για να κατανοήσουν καλύτερα τη γονιμότητα μιας γυναίκας. Όσο υψηλότερες οι τιμές της ΑΜΗ, τόσο μεγαλύτερες οι αποθήκες των ωαρίων και υψηλότερες οι πιθανότητες επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Στην περίπτωση της εξωσωματικής γονιμοποίησης, οι τιμές της AMH καθοδηγούν τους ειδικούς ιατρούς της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στην επιλογή των κατάλληλων πρωτοκόλλων διεγέρσεως για τη διέγερση των ωοθηκών. Με την εκτίμηση της δυνατότητας αντίδρασης των ωοθηκών μιας γυναίκας, οι γιατροί μπορούν να βελτιώσουν τις ορμονικές θεραπείες, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες λήψης πολλαπλών βιώσιμων ωαρίων. Αυτή η εξατομικευμένη προσέγγιση είναι καθοριστική—πολύ χαμηλή διέγερση μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλή απόδοση ωαρίων, ενώ υπερβολική μπορεί να προκαλέσει σύνδρομο υπερδιέγερσης των ωοθηκών, με σοβαρές παρενέργειες για μια γυναίκα.
Επιπλέον, η ικανότητα της AMH να προβλέπει την πιθανότητα αντίδρασης στις θεραπείες γονιμότητας και τη συνολική αναπαραγωγική υγεία μίας γυναίκας, βοηθά σημαντικά στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τον οικογενειακό προγραμματισμό και τη διατήρηση της γονιμότητας της, ειδικά σε μία χρονική περίοδο που οι κοινωνικές τάσεις καθυστερούν τις προσπάθειες για έναρξη οικογένειας.
Συμπερασματικά, η Αντιμυλλεριανή Ορμόνη παίζει καθοριστικό ρόλο στην κατανόηση της γυναικείας αναπαραγωγικής υγείας και είναι απαραίτητη στον τομέα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Καθώς η έρευνα συνεχίζει να εξελίσσεται, η ορμόνη AMH κερδίζει συνεχώς περισσότερο έδαφος στην προσπάθεια για τη βελτίωση των ποσοστών επιτυχίας της IVF και την ενίσχυση της αναπαραγωγικής αυτονομίας των γυναικών.