Παρά την αλματώδη ανάπτυξη που έχουν διαγράψει οι βιολογικές επιστήμες στο χώρο της υποβοήθησης της αναπαραγωγής τα τελευταία χρόνια, τα ποσοστά επιτυχίας μετά από έναν κύκλο θεραπείας με εξωσωματική γονιμοποίηση κυμαίνονται κατά μέσο όρο μεταξύ 30–40%. Εύκολα διερωτάται κανείς:
Η ηλικία της γυναίκας που υποβάλλεται σε θεραπεία με υποβοήθηση και ειδικότερα με εξωσωματική γονιμοποίηση, αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα που διαμορφώνει την πιθανότητα επιτυχίας.
Μετά την ηλικία των 35 και, πολύ περισσότερο μετά την ηλικία των 40, παρατηρείται σημαντική μείωση της πιθανότητας επιτυχίας. Αυτό ισχύει ακόμη και στις περιπτώσεις που οι ωοθήκες της γυναίκας παράγουν ωάρια, αλλά και όταν τα ωάρια αυτά έχουν καλή μορφολογία και καλή εξέλιξη τις λίγες ημέρες που φιλοξενούνται σε εργαστηριακές συνθήκες.
Η ευαισθησία που εκφράζει ένα ωάριο καθώς μεγαλώνει μια γυναίκα δεν επιδέχεται, δυστυχώς, παρέμβαση σε εργαστηριακό επίπεδο. Ουσιαστικά, αντανακλά την εξασθένιση των μηχανισμών που λειτουργούν υπό φυσιολογικές συνθήκες και επιτρέπουν σε ένα έμβρυο να συνεχίσει την εξέλιξη του μετά την μεταφορά στο περιβάλλον της μήτρας.
Η επανάληψη της θεραπείας με εξωσωματική γονιμοποίηση συνιστάται να γίνεται σε σύντομα χρονικά διαστήματα, προκειμένου να μη χαθεί περισσότερος χρόνος με όποιες αρνητικές συνέπειες και ό,τι σημαίνει αυτό για την ποιότητα των ωαρίων που απομένουν στην ωοθήκη.
Πριν την επανάληψη μιας προσπάθειας με εξωσωματική, καλό είναι να έχει προηγηθεί η λήψη αντιοξειδωτικών μέτρων, ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα ωαρίων και σπερματοζωαρίων. Πρακτικά, αυτό ισοδυναμεί με διακοπή του καπνίσματος και του αλκοόλ, με αύξηση στην κατανάλωση φρούτων και λαχανικών και, όπου κρίνεται απαραίτητο, ταυτόχρονη χορήγηση σκευασμάτων βιταμινών από του στόματος.
Η ρύθμιση βάρους και στους δύο συντρόφους είναι, επίσης, πολύ σημαντική. Αποκλίσεις κυρίως προς την πλευρά της παχυσαρκίας, οδηγούν σε μικρότερα ποσοστά επιτυχίας, με πιο συχνές επιπλοκές στην εξέλιξη της κύησης. Η αύξηση της σωματικής άσκησης και από τους δύο συντρόφους θα διευκολύνει σημαντικά την επίτευξη των πιο πάνω στόχων.
Ο τρόπος με τον οποίο διεγείρονται οι ωοθήκες σε ένα πρόγραμμα εξωσωματικής παίζει, επίσης, σημαντικό ρόλο στην πιθανότητα σύλληψης.
Όσο μεγαλύτερες οι δοσολογίες που χορηγούνται, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να ωριμάζουν ωάρια με χαμηλή πιθανότητα εμφύτευσης. Χαμηλά φαρμακευτικά σχήματα διέγερσης διευκολύνουν – εκτός των άλλων – και το συγχρονισμό της ανάπτυξης των ωαρίων με την ωρίμανση του ενδομητρίου. Με αυτόν το τρόπο αποφεύγεται το ενδεχόμενο καλλιέργειας πολύ καλών εμβρύων που, δυστυχώς, δεν βρίσκουν το ενδομήτριο στο κατάλληλο χρονικό στάδιο για να προχωρήσουν στην επόμενη φάση ανάπτυξης.
Η προθεραπεία με χρήση αντισυλληπτικών χαπιών σε κάποιες περιπτώσεις ή η εφαρμογή θεραπείας με εξωσωματική γονιμοποίηση σε φυσικό κύκλο σε άλλες, μπορεί να διευκολύνει την ωρίμανση ωαρίων με υψηλή εμφυτευτική ικανότητα σε ένα ενδομήτριο κατάλληλα προετοιμασμένο χρονικά .
Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η παράταση της καλλιέργειας των εμβρύων μέχρι το στάδιο της βλαστοκύστης μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα σύλληψης. Αυτού του είδους η προσέγγιση οδηγεί στην καλύτερη επιλογή εμβρύων. Προϋποθέτει, όμως, έναν σχετικά μεγάλο αριθμό εμβρύων στο ξεκίνημα, ώστε να αντισταθμιστεί η απώλεια εμβρύων που παρατηρείται σε μεγάλο βαθμό στην εξέλιξη μιας καλλιέργειας εμβρύων μέχρι το στάδιο της βλαστοκύστης. Προϋπόθεση επιτυχίας αυτής της προσέγγισης είναι η συνεργασία εμβρυολόγου με σημαντική εμπειρία στις παρατεταμένες καλλιέργειες εμβρύων σε εργαστηριακές συνθήκες.
Η ενδοσκοπική εκτίμηση της μήτρας και της πυέλου της γυναίκας μπορεί, επίσης, να προσφέρει σημαντική βοήθεια σε κάποιες περιπτώσεις. Η υστεροσκόπηση είναι μια εξεταστική μέθοδος που μπορεί να ελέγξει το εσωτερικό της μήτρας για την παρουσία τυχόν εμποδίων στην εμφύτευση. Τέτοια εμπόδια μπορεί να είναι: ενδομήτριοι πολύποδες, συμφύσεις του ενδομητρίου, υποβλεννογόνια ινομυώματα ή διαφράγματα της μήτρας.
Παθολογικά ευρήματα τέτοιου είδους αντιμετωπίζονται χειρουργικά κατά τη διάρκεια της ενδοσκόπησης. Η λαπαροσκόπηση, επίσης, μπορεί να βοηθήσει στην εκτίμηση της πυέλου για την παρουσία ενδομητρίωσης. Πρόκειται για μια γυναικολογική διαταραχή που ανευρίσκεται αρκετά συχνά στην υπογόνιμη γυναίκα. Καυτηρίαση και αφαίρεση εστιών ενδομητρίωσης μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να βελτιώνει την πιθανότητα επιτυχίας μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση.
Στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει, πριν την έναρξη της θεραπείας, να εκτιμάται η είσοδος της μήτρας με εικονική εμβρυομεταφορά. Επιπλέον, όταν υπάρχει ιστορικό με δύσκολες εμβρυομεταφορές χρειάζεται να γίνεται εκτίμηση για διαστολή τραχήλου με προοπτική τη διευκόλυνση της μεταφοράς εμβρύων στο εσωτερικό της μήτρας.
Λιγότερο ξεκάθαρος είναι ο ρόλος των ανοσολογικών αιτίων και της θρομβοφιλίας στην πιθανότητα επιτυχίας με εξωσωματική γονιμοποίηση. Αν και η έρευνα που διενεργείται σήμερα στο χώρο της ανοσολογίας της αναπαραγωγής είναι μεγάλη, δυσκολευόμαστε να εντοπίσουμε με ακρίβεια ποια ζευγάρια εκδηλώνουν υπογονιμότητα ανοσολογικής αιτιολογίας και, πολύ περισσότερο, αδυνατούμε ακόμη να εφαρμόσουμε θεραπείες που να είναι αποτελεσματικές.
Παρόμοια, πολλά ζευγάρια υποβάλλονται σε έλεγχο θρομβοφιλίας, χωρίς να έχει αποδειχτεί ακόμη μέχρι σήμερα ότι τυχόν προδιάθεση σε διαταραχές του πηκτικού μηχανισμού δρα αρνητικά στο επίπεδο εμφύτευσης μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση. Αβίαστη αποδοχή τέτοιων παραμέτρων ως αιτιολογικών στοιχείων υπογονιμότητας μπορεί να οδηγεί πολλές φορές σε φαρμακευτικές παρεμβάσεις χωρίς ουσιαστικό όφελος για το υπογόνιμο ζευγάρι.
Τέλος, η ίδια η μέθοδος της εξωσωματικής γονιμοποίησης, μπορεί να προσφέρει πολύ σημαντικές διαγνωστικές πληροφορίες σε επίπεδο εκτίμησης γαμετών (ωαρίων και σπερματοζωαρίων) και γονιμοποίησης.
Το σύγχρονο εργαστήριο του Embryolab με το κατάλληλα εκπαιδευμένο και έμπειρο εμβρυολογικό προσωπικό είναι σε θέση να εκτιμήσουν την ποιότητα ωαρίων, σπερματοζωαρίων και εμβρύων με υψηλή ακρίβεια. Η ακρίβεια αυτή βοηθάει σημαντικά στην απόφαση για μια επανάληψη θεραπείας προσδιορίζοντας με μεγάλη ευαισθησία την πιθανότητα επιτυχίας στην εμφύτευση.