Ένα ποσοστό 15-20% όλων των κυήσεων καταλήγουν δυστυχώς σε αποβολή, συνηθέστερα πριν ακόμη υπάρξει καρδιακή λειτουργία. Όταν αυτό συμβαίνει σε τρεις συνεχόμενες εγκυμοσύνες, χωρίς να έχει μεσολαβήσει η γέννηση ενός μωρού, τότε χρησιμοποιείται ο όρος «καθ΄ έξιν αποβολές». Το 1-2% των ζευγαριών που προσπαθούν να συλλάβουν, αντιμετωπίζουν πρόβλημα καθ’ έξιν αποβολών.
Διάφοροι είναι οι παράγοντες που σχετίζονται με τέτοιες αποβολές:
• Ηλικία. Αυξάνεται η πιθανότητα όταν η γυναίκα είναι πάνω από 35 ετών και ο άνδρας πάνω από 40.
• Αναπαραγωγικό ιστορικό της γυναίκας. Η πιθανότητα αποβολής φθάνει το 40% μετά από τρεις συνεχόμενες προηγούμενες αποβολές, ακόμη και αν πιο πριν είχε επιτευχθεί υγιής κύηση, η οποία έφερε μωρό στο σπίτι.
• Παχυσαρκία. Η παχυσαρκία είναι ένας επιπλέον επιδημιολογικός παράγοντας, είτε μεμονωμένων, είτε καθ’ έξιν αποβολών.
• Αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο. Το σύνδρομο αυτό, που εμφανίζεται σε ένα 15% των γυναικών με αποβολές τέτοιου τύπου. Το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο είναι το πιο γνωστό και εύκολα θεραπεύσιμο αίτιο αυτού του είδους των αποβολών.
• Επίκτητη θρομβοφιλία. Ο πλήρης έλεγχος θρομβοφιλίας γίνεται με αιματολογικές εξετάσεις από ειδικούς αιματολόγους, ενώ τα θεραπευτικά σχήματα χορηγούνται πριν ή μετά τη σύλληψη.
• Χρωμοσωμικά θέματα του ζευγαριού. Σε ένα μικρό ποσοστό ζευγαριών με καθ΄ έξιν αποβολές παρατηρείται μία ανακατανομή στα χρωμοσώματα του ενός τουλάχιστον ατόμου από το ζευγάρι. Η ανακατανομή αυτή είναι εκ γενετής και δεν έχει έκδηλα συμπτώματα. Η πιθανότητα αποβολής εξαρτάται από το μέγεθος του γενετικού υλικού που έχει αλλάξει θέση. Η περίπτωση αυτή ελέγχεται με μια απλή αιμοληψία για καρυοτυπικό έλεγχο (έλεγχο των χρωμοσωμάτων) του ζεύγους. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ανακατανομή των χρωμοσωμάτων, συστήνεται γενετική συμβουλευτική προκειμένου να προσδιοριστεί η πιθανότητα υγιούς εγκυμοσύνης.
• Χρωμοσωμικά θέματα του εμβρύου. Το 30-60% των αποβολών οφείλεται σε χρωμοσωμικές ανωμαλίες των εμβρύων. Έμβρυα με χρωμοσωμικά προβλήματα εμφανίζονται συνήθως όταν οι γονείς έχουν μεγάλη ηλικία, χωρίς όμως να αποκλείεται και σε νεώτερους γονείς. Στην περίπτωση αυτή τα χρωμοσώματα των γονέων είναι φυσιολογικά, ενώ οι γαμέτες τους (το ωάριο ή/και το σπερματοζωάριο) φέρουν κάποια χρωμοσωμική ανωμαλία, η οποία μεταφέρεται στο έμβρυο. Για να διευκρινιστεί ο παράγοντας αυτός απαιτούνται πιο ειδικές εξετάσεις. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να πραγματοποιηθεί χρωμοσωμικός έλεγχος των σπερματοζωαρίων με τη μέθοδο FISH (Fluorescence In Situ Hybridisation) ή χρωμοσωμικός έλεγχος των εμβρύων πριν την εμφύτευσή τους (Προεμφυτευτική Γενετική Διάγνωση).
• Ανατομικά αίτια. Ανατομικά αίτια καθ’ έξιν αποβολών είναι οι συγγενείς ανωμαλίες της μήτρας, όπως το διάφραγμα αυτής (το οποίο αντιμετωπίζεται χειρουργικά), η δίκερος ή μονόκερος μήτρα και σπανιότερα (και δύσκολο να αποδειχτεί) η ανεπάρκεια του τραχήλου. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις προηγείται μία απεικονιστική και πιθανά χειρουργική διερεύνηση και ταξινόμηση της ανατομικής διαφοροποίησης από εξειδικευμένο γυναικολόγο και συζήτηση για την πιθανότητα και αποτελεσματικότητα της αποκατάστασής της.
• Ενδοκρινικοί παράγοντες. Ενδοκρινικοί παράγοντες που σχετίζονται με αποβολές είναι οι θυρεοειδοπάθειες, η ύπαρξη αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων, ο σακχαρώδης διαβήτης και οι διαταραχές του μεταβολισμού σακχάρου που πολλές φορές παρατηρούνται και σε γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, καλό είναι το ζευγάρι να συμβουλευτεί ειδικό ενδοκρινολόγο και να ακολουθήσει έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, με συστηματική άσκηση και κατάλληλη διατροφή.
• Αυξημένα επίπεδα ΝΚ κυττάρων. Η μέχρι τώρα επιστημονική έρευνα έχει συσχετίσει την ύπαρξη αποβολών σε γυναίκες με αυξημένα επίπεδα ΝΚ κυττάρων (Natural Killers – κύτταρα φυσικοί φονείς) της μήτρας. Οι παρούσες τεχνικές που υπάρχουν ελέγχουν τα κύτταρα αυτά στο περιφερικό αίμα και δίνουν μία διαφορετική εικόνα, η οποία δεν συσχετίζεται με τις αποβολές και τη θεραπεία τους. Διάφορες άλλες υποθέσεις υπάρχουν για την επίδραση του ανοσολογικού συστήματος στο κομμάτι των αποβολών, αλλά προς το παρόν παραμένουν μόνο υποθέσεις. Κάποιες φορές γίνεται χρήση κορτικοειδών και ενδοφλέβιων ανοσοσφαιρινών μόνο σε εμπειρική βάση και χωρίς επιστημονικές αποδείξεις.
• Μικροβιακή μόλυνση. Διάφορα μικρόβια της γεννητικής οδού έχουν ενοχοποιηθεί για καθ’ έξιν αποβολές χωρίς, όμως, να έχει αποδειχθεί ότι πράγματι σχετίζονται με τις αποβολές (όπως π.χ. Ureaplasma). Αντίθετα άλλα μικρόβια, όπως ο αιμόφιλλος του κόλπου (Βacterial vaginosis), σχετίζονται αποδεδειγμένα συσχετίζονται με αποβολές β’ τριμήνου και χρειάζεται να ελέγχεται η γυναίκα κατά τη διάρκεια της κύησης εάν υπάρχει τέτοιο ιστορικό.
Επομένως, τα αίτια που μπορούν να οδηγήσουν σε καθ’ έξιν αποβολές είναι πολλαπλά και εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Για το λόγο αυτό η διερεύνηση των ζευγαριών με καθ΄ έξιν αποβολές απαιτεί μια συντονισμένη και πολυεπίπεδη προσέγγιση προκειμένου να εντοπιστεί το αίτιο των αποβολών. Ταυτόχρονα, όμως είναι απαραίτητη και η ψυχολογική υποστήριξη των ζευγαριών σε όλο το διάστημα της διερεύνησης και θεραπευτικής αντιμετώπισης προκειμένου να μπορέσουν να διαχειριστούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αγωνία και το άγχος που προκύπτει σε αυτές τις περιπτώσεις. Το σημερινό επίπεδο γνώσεων επιτρέπει την έγκαιρη διάγνωση και αποτελεσματική αντιμετώπιση των καθ’ έξιν αποβολών , αυξάνοντας ταυτόχρονα την πιθανότητα μια υγιούς εγκυμοσύνης.